εξαμβλωτικός

εξαμβλωτικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.) ή που γίνεται με εξάμβλωση: Εξαμβλωτική μέθοδος.
2. που προκαλεί εξάμβλωση, εκτρωτικός: Εξαμβλωτικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαμβλωτικός — ή, ό [εξαμβλώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση ή γίνεται με εξάμβλωση 2. αυτός που προκαλεί εξάμβλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”